-
1 περιμαινομαι
-
2 ιερος
1) великий, мощный, могучий(ἲς Τηλεμάχοιο, μένος Ἀλκινόοιο, φυλάκων τέλος Hom.)
2) огромный, диковинный, чудовищный(Ἀργείων στρατός, ἰχθύς Hom. - ср. 13; κῦμα Eur.; μέγαν τινὲς οἴονται τὸν ἱερόν Plut.)
3) полновесный, крупный(ἄλφιτον Hom.; Δημήτερος ἀκτή Hes.)
4) роскошный, пышный или священный(ἀλωή, ἐλαίη Hom.; μυρσίνη φόβη Eur.)
5) чудесный, дивный, великолепный(δίφρος Hom.)
6) ниспосланный богами, благодатный(ἦμαρ, κνέφας Hom.; φάος Hes.; ὄμβρος Soph., δρόσοι Eur.)
7) находящийся под покровительством богов, хранимый богами, угодный богам(Τροίης πτολίεθρον Hom.; βασιλεῖς Pind.)
8) посвященный богам, внушающий благоговение, священный(βωμός, δόμος, ποταμός Hom.; δαιμόνων ἀγάλματα Soph.; εἴδωλον Ἥρας Eur.)
9) священный, заповедный(ἄλσος Ἀθηναίης, ἄντρον Νυμφάων Hom.; πέδον Σαλαμῖνος Soph.; χώρα Arst.)
10) священный, неприкосновенный(ἱ. καὴ ἄσυλος δήμαρχος Plut. - лат. tribunus sacrosanctus)
παρθένοι ἱεραί Plut. = αἱ Ἑστιάδες11) священный, культовый(ἑκατόμβη Hom.; χρήματα Plat., Arst.; τριήρης Arst.; ἐσθής Dem.)
ἱ. νόμος περὴ τῆς ἱερομηνίας Dem. — закон о праздновании священного месяца12) устраиваемый в честь богов, религиозный(ἀγῶνες, ἄεθλα Pind.)
13) священный, святой, божественный(γένος, ἀθανάτων Hes. γράμματα Her., NT.)
ἱερὰ νόσος Her., Arst., Plut.; — священная, т.е. падучая болезнь, эпилепсия;ἱερὰ ξυμβουλή Xen. — священный совет, т.е. являющийся делом священного долга или даваемый по чистой совести;ἱερὰ ἄγκυρα Luc. — священный якорь, т.е. последняя надежда;ἱερὸν ὀστοῦν Plut. (лат. os sacrum) — крестцовая кость14) преданный божеству, благочестивый(ἄνθρωπος Arph.; ἱ. καὴ εὐσεβής Soph.). - см. тж. ἱερά и ἱερόν
См. также в других словарях:
ONCHESTUS — Boeotiae urbs, non procul a lacu Copaide, Strab. et Pausan. l. 1. et 9. Condita putatur ab Onchesto heroe Boeoto, Neptui filio, et ab eo nomen accepisse. Eius meminit Homer. in Catalogo, v. 186. Ὄτχηςτόν θ᾿ ἱερὸν Ποσιδήϊον, ἄγλαον ἄλσος. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
PHACETIS seu PHACITIS — seu etiam Aphacitis, memorata Hygino in Poet. astronom. vel filia erat Veneris vel Venus ipsa, quae Dea Syria vocatur. Aphacitis certe Venus memoratur Eusebio in vita Constantini l. 3. c. 53. Nam Graece est, Ἄλσος καὶ τέμενος εν ἀκρωρείας μέρει… … Hofmann J. Lexicon universale
παραποιώ — παραποιῶ, έω, ΝΜΑ κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύω («παραποιώ νόμισμα» παραχαράσσω νόμισμα) νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα τού αποσπάσματος … Dictionary of Greek
τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… … Dictionary of Greek
Κυπαρισσία — I Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 50 μ., 4.894 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην ακτή του Ιονίου πελάγους, 65 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Το τμήμα της Κ. με την … Dictionary of Greek